ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Μετρήσιμος-η-ο, μαζικός-ή-ό Mass
μαζική επικοινωνία (η) mass communication
μαζική σύγκριση (η) mass comparison
μέσα μαζικής ενημέρωσης (τα) mass media
μη μετρήσιμα ονόματα (τα) mass noun
Μασάι (η) (γλώσσα) Massai
βιβλιοθήκη αριστουργημάτων (η) masterpiece library
Ματακοϊκή-Γουαϊκιουρουανική (η) (γλώσσα) Matacoan-Waykuruan
συνταιριάζω match
εναρμονισμένη μεταμφίεση (η) matched guise