ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Μετρήσιμος-η-ο, μαζικός-ή-ό | Mass |
μαζική επικοινωνία (η) | mass communication |
μαζική σύγκριση (η) | mass comparison |
μέσα μαζικής ενημέρωσης (τα) | mass media |
μη μετρήσιμα ονόματα (τα) | mass noun |
Μασάι (η) (γλώσσα) | Massai |
βιβλιοθήκη αριστουργημάτων (η) | masterpiece library |
Ματακοϊκή-Γουαϊκιουρουανική (η) (γλώσσα) | Matacoan-Waykuruan |
συνταιριάζω | match |
εναρμονισμένη μεταμφίεση (η) | matched guise |