ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μαρκάρισμα (το) | marking |
αλυσίδα Markov (η) | Markov chain |
μοντέλο Μάρκοφ (το) | Markov model |
διεργασία Markov (η) | Markov process |
Μαρρισμός (ο) | Marrism |
αρσενικός | masculine |
αρσενικό γένος (ο) | masculine |
Αρσενικό (το) | Masculine |
αρσενικός-ή-ό | masculine, m, masc, MASC |
επικαλύπτω | mask |