ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μεταμφιέζω mask
καλυμμένος/κρυμμένος προεγέρτης (ο) masked prime
κατώφλι απόκρυψης (το) masked threshold
(απο)κρυμμένο σήμα (το) maskee
επικαλυπτής (ο) masker
απόκρυψη (η) masking
επικάλυψη (η) masking
μαζικός,-ή,-ό mass
μετρήσιμος,-η,-ο mass
μάζας mass