ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μεταμφιέζω | mask |
καλυμμένος/κρυμμένος προεγέρτης (ο) | masked prime |
κατώφλι απόκρυψης (το) | masked threshold |
(απο)κρυμμένο σήμα (το) | maskee |
επικαλυπτής (ο) | masker |
απόκρυψη (η) | masking |
επικάλυψη (η) | masking |
μαζικός,-ή,-ό | mass |
μετρήσιμος,-η,-ο | mass |
μάζας | mass |