ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αντιστοίχιση (η) | matching |
ισοτίμηση (η) | matching |
ταίριασμα (το) | matching |
Ισοτίμηση (η), αντιστοίχιση (η) | matching |
σχέση μεταξύ κόμβων με σχέση επιβολής (η) | mate relation |
workbench MATE (το) | MATE workbench |
υλική άγκυρα (η) | material anchor |
αμφίσημο υλικό (το) | material biconditional |
Υποθετικό υλικό (το) | Material conditional |
καθ' ύλην/υλική συνεπαγωγή (η) | material implication |