ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αντιστοίχιση (η) matching
ισοτίμηση (η) matching
ταίριασμα (το) matching
Ισοτίμηση (η), αντιστοίχιση (η) matching
σχέση μεταξύ κόμβων με σχέση επιβολής (η) mate relation
workbench MATE (το) MATE workbench
υλική άγκυρα (η) material anchor
αμφίσημο υλικό (το) material biconditional
Υποθετικό υλικό (το) Material conditional
καθ' ύλην/υλική συνεπαγωγή (η) material implication