ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
υλικό ουσιαστικό (το) material noun
υλικό αντικείμενο (το material object
θεωρία της υλιστικής γλώσσας (η) materialistic language theory
μαθηματική γλωσσολογία (η) mathematical linguistics
μαθηματική λογική (η) mathematical logic
μήτρα (η) matrix
μητρώο (το) matrix
υποδοχή (η) matrix
στηλοειδής δεσμίδα (η), μήτρα (η), πίνακας (ο), μητρώο (το), υποδοχή (η) matrix
πρόταση μήτρα (η) matrix clause