ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
υλικό ουσιαστικό (το) | material noun |
υλικό αντικείμενο (το | material object |
θεωρία της υλιστικής γλώσσας (η) | materialistic language theory |
μαθηματική γλωσσολογία (η) | mathematical linguistics |
μαθηματική λογική (η) | mathematical logic |
μήτρα (η) | matrix |
μητρώο (το) | matrix |
υποδοχή (η) | matrix |
στηλοειδής δεσμίδα (η), μήτρα (η), πίνακας (ο), μητρώο (το), υποδοχή (η) | matrix |
πρόταση μήτρα (η) | matrix clause |