ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
περιθώρια (τα) | margins |
Μάρι (η) (γλώσσα) | Mari |
χαρακτηρισμός (ο) | mark |
ένδειξη συσχετισμού (η) | mark of correlation |
σήμανση (η) | mark up |
χαρακτηρισμένος,-η,-ο, | marked |
μαρκαρισμένος,-η,-ο | marked |
χαρακτηρισμένος/μαρκαρισμένος/σεσημασμένος τύπος (ο) | marked form |
χαρακτηρισμένη/μαρκαρισμένη/σεσημασμένη περιφέρεια (η) | marked periphery |
γλώσσα σήμανσης (η) | mark-up language |