ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
περιθώρια (τα) margins
Μάρι (η) (γλώσσα) Mari
χαρακτηρισμός (ο) mark
ένδειξη συσχετισμού (η) mark of correlation
σήμανση (η) mark up
χαρακτηρισμένος,-η,-ο, marked
μαρκαρισμένος,-η,-ο marked
χαρακτηρισμένος/μαρκαρισμένος/σεσημασμένος τύπος (ο) marked form
χαρακτηρισμένη/μαρκαρισμένη/σεσημασμένη περιφέρεια (η) marked periphery
γλώσσα σήμανσης (η) mark-up language