ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γενίκευση του Μαράντζ (η) | marantz’s generalization |
Μαράτι (η) (γλώσσα) | Marathi |
συντακτικός αναλυτής Μάρκους (ο) | marcus parser |
Μαργκί | Margi |
περιθωριακό βοηθητικό ρήμα (το) | marginal auxiliary |
περιθωριακή αντίθεση (η) | marginal contrast |
σχόλιο στο περιθώριο (το) | marginal gloss |
οριακά αποδεκτός-ή-ό | marginally acceptable |
Οριακώς αποδεκτός-ή-ό | Marginally acceptable |
oριακά αποδεκτό εκφώνημα (το) | marginally acceptable utterance |