ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γενίκευση του Μαράντζ (η) marantz’s generalization
Μαράτι (η) (γλώσσα) Marathi
συντακτικός αναλυτής Μάρκους (ο) marcus parser
Μαργκί Margi
περιθωριακό βοηθητικό ρήμα (το) marginal auxiliary
περιθωριακή αντίθεση (η) marginal contrast
σχόλιο στο περιθώριο (το) marginal gloss
οριακά αποδεκτός-ή-ό marginally acceptable
Οριακώς αποδεκτός-ή-ό Marginally acceptable
oριακά αποδεκτό εκφώνημα (το) marginally acceptable utterance