ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Γκεζ (η) (γλώσσα) Ge’ez
Χε (η) (γλώσσα) Gêan
λεξικό μικρού μεγέθους (το) gem dictionary
δίδυμος,-η,-ο geminate
διπλός,-ή,-ό geminate
α­κολου­θί­α δι­δύ­μων (η) geminate sequence
διπλά σύμφωνα (τα) geminates
διδυμία (η) gemination
γένος (το) gender
γενεολογική ταξινόμηση (η) genealogical classification