ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Καθολικός-ή-ό, καθολική αρχή (η) | Universal |
| «καθολική» άποψη | universal aspect |
| καθολική βάση | universal base |
| υπόθεση της καθολικής βάσης (η) | universal base hypothesis |
| καθολική γραμματική | universal grammar |
| αρχές της καθολικής γραμματικής | universal grammar principles |
| καθολική αλεστική μηχανή (η) | universal grinder |
| Καθολικός αλεστής / καθολική αλεστική μηχανή (ο/η) | universal grinder |
| οικουμενική γλώσσα (η) | universal language |
| καθολική συνθήκη της τοπικότητας | universal locality condition |