ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ουσιαστικός-ή-ό | substantival |
| ουσιαστικός-ή-ό | substantive |
| ουσιαστικό | substantive |
| ουσιαστικές καθολικές αρχές (οι) | substantive / substantival universals |
| ουσιαστικοί ιδιωματισμοί (οι) | substantive idioms |
| ουσιαστικό,το | substantive noun |
| ουσιαστικό όνομα | substantive noun |
| ουσιαστική καθολική αρχή (η) | substantive universal |
| ουσιαστικά καθολικά | substantive universals |
| ουσιαστικές καθολικές αρχές | substantive universals |