ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Ριζική γλώσσα προ-ντροπ (η) | radical pro-drop |
| ριζικός υποχαρακτηρισμός | radical underspecification |
| Ριζικός υποχαρακτηρισμός (ο) | radical underspecification (RU) |
| Ριζικός-ή-ό | radical, radix |
| ρίζα (η) | radix |
| Συντακτικός Διπλασιασμός (ο) | Radoppiamento Sintattico (RS) |
| Μπαντού του Τροπικού Δάσους (η) (γλώσσα) | Rain Forest Bantu |
| ανυψώνω/-ομαι | raise |
| ανυψωμένο (φωνήεν) (το) | raised |
| ανύψωση (η) | raising |