ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
λέξη-κλειδί σε συμφραζόμενα (η) keyword in context (KWIC)
λέξη-κλειδί εκτός συμφραζομένων (η) keyword out of context
kfNgram (το) (πρόγραμμα) kfNgram
Χάντι (η) (γλώσσα) Khanty F
Χμερ (η) (γλώσσα) Khmer
Κόινκόιν (η) (γλώσσα) Khoikhoin
Χοϊσάν Khoisan
Κιναισθησία (η), Κιναίσθηση (η) Kin(a)esthesia, kin(a)esthesis
Κιναισθητική ανατροφοδότηση (η) Kinaesthetic/kinesthetic feedback
κινηματική μορφή (η) kine