ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κανόνας ΑΚ (Άμεσης Κυριαρχίας) (ο) ID rule
μορφότυπο ΑΚ (Άμεσης Κυριαρχίας)/ΓΠ (Γραμμικής Προήγησης) (το) id/lp format
idc-επιβολή (η) idc-command
ιδέα (η) idea
ιδανικό (το), εξιδανικευμένο γνωσιακό μοντέλο (το) Ideal
ιδανικός-ή-ό ideal / idealized
ιδανικός ακροατής (ο) ideal listener
ιδανική σημασία (η) ideal meaning
ιδανικός ομιλητής (ο) ideal speaker
εξιδανικευμένος,-η,-ο idealised