ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ιδίωμα των μορφωμένων | educated speech |
| πολιτική σχετικά με τη γλώσσα της εκπαίδευσης (η) | educational language policy |
| παιδαγωγική γλωσσολογία (η) | educational linguistics |
| εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) | educational linguistics |
| Εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) / παιδαγωγική γλωσσολογία (η) | educational linguistics / pedagogical linguistics |
| αποτέλεσμα | effect |
| οριοθετικός-ή-ό | effective |
| που δηλώνει αποτέλεσμα | effectivus |
| Αγγλική ως ξένη γλώσσα (η) | EFL |
| λεξικό Αγγλικής ως ξένης γλώσσας (το) | EFL dictionary |