ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Καθολικός-ή-ό, καθολική αρχή (η) Universal
«καθολική» άποψη universal aspect
καθολική βάση universal base
υπόθεση της καθολικής βάσης (η) universal base hypothesis
καθολική γραμματική universal grammar
αρχές της καθολικής γραμματικής universal grammar principles
καθολική αλεστική μηχανή (η) universal grinder
Καθολικός αλεστής / καθολική αλεστική μηχανή (ο/η) universal grinder
οικουμενική γλώσσα (η) universal language
καθολική συνθήκη της τοπικότητας universal locality condition