ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φίλτρο πτώσης (το) case filter
φίλτρο χτένας (το) comb filter
φίλτρο του διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού δείκτη (το) doubly filled COMP filter
φίλτρο διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού doubly filled filter
Φινλανδικά FI
Φινλανδικά Finnish
φίνο-ουγγρική Finno-Ugrian
φίνο-ουγγρική Finno-Ugric
φίλτρο αποκοπής χαμηλών συχνοτήτων (το) low-cutfilter
φίλτρο του ίχνους (το) that-trace filter