ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φιλτράρω filter
φιλτράρισμα (το) filter
Φίλτρο (το), φιλτράρω, διηθώ filter
φιλτραρισμένη ομιλία (η) filtered speech
φίλτρο αποκοπής υψηλών συχνοτήτων (το) high-cut filter
φίλτρο αποκοπής ζώνης (το) notch filter
φιλοσοφία της κοινής γλώσσας (η) ordinary language philosophy
φιλοσοφική γραμματική (η) philosophical grammar
φιλοσοφική γλωσσολογία (η) philosophical linguistics
φιλοσοφική σημασιολογία (η) philosophical semantics