ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| φιλτράρω | filter |
| φιλτράρισμα (το) | filter |
| Φίλτρο (το), φιλτράρω, διηθώ | filter |
| φιλτραρισμένη ομιλία (η) | filtered speech |
| φίλτρο αποκοπής υψηλών συχνοτήτων (το) | high-cut filter |
| φίλτρο αποκοπής ζώνης (το) | notch filter |
| φιλοσοφία της κοινής γλώσσας (η) | ordinary language philosophy |
| φιλοσοφική γραμματική (η) | philosophical grammar |
| φιλοσοφική γλωσσολογία (η) | philosophical linguistics |
| φιλοσοφική σημασιολογία (η) | philosophical semantics |