ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρυθμιστική λεξικογραφία (η) | prescriptive lexicography |
ρυθμιστική ή κανονιστική γραμματική (η) | prescriptive or normative grammar |
ρυθμιστικισμός (ο) | prescriptivism |
ρυθμιστικιστικός-ή-ό | prescriptivist |
ρηματικός αντωνυμικός τύπος (o) | pro-verb |
ρήματα λογικοπροτασιακής στάσης (τα) | propositional attitude verbs |
Ρήματα ψυχικού πάθους (τα) | Psych verbs |
ρήμα ψυχικού πάθους (το) | psych-verb |
ρόλοι ιδιοτήτων (οι) | qualia roles |
ρωτικός χρωματισμός φωνηέντων | R-coloring of vowels |