ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ραχιαίος-α-ο | dorsal |
ραχιαίος | dorsal |
ραχιαιοουρανικός,-ή,-ό | dorsopalatal |
ραχιαιοουρανικός-ή-ό | dorso-velar |
ραχιαίο μέρος γλώσσας | tongue dorsum |
ράχη της γλώσσας (η) | back (of the tongue) |
ράχη της γλώσσας (η) | dorsum |
ράχη της γλώσσας | dorso |
ρατσισμός (ο) | racism |
Ρατζαστάνι (η) (γλώσσα) | Rajasthani |