ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρήμα ψυχικού πάθους (το) | psych-verb |
ρήμα ψυχικού πάθους | semantic equipollent |
Ρήμα σε δεύτερη θέση (το) | Verb second (V2) |
ρήμα που δηλώνει δράση (το) | action-denoting verb |
ρήμα κίνησης (το) | movement verb |
ρήμα ελέγχου (το) | equiverb |
ρήμα ελέγχου (το) | control verb |
ρήμα δράσης (το) | verb of action |
ρήμα αλλαγής (το), μετασχηματιστικό ρήμα (το) | verb of change |
ρήμα (το) | verb |