ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρηματικός-ή-ό | verbal |
ρηματικός αντωνυμικός τύπος (o) | pro-verb |
ρηματικό σύνθετο (το) | verbal compound |
ρηματικό παράγωγο (το) | deverbal |
ρηματικό ουσιαστικό | verbal noun |
ρηματικό μόριο | verbal particle |
ρηματικό επίθετο (το) | verbal adjective |
ρηματική φράση (η) | verb phrase (VP) |
ρηματική ορισματική δομή (η) | verb argument constructions |
ρηματική ομάδα | verbal group |