ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ρυθμιστικός,ή,ό | prescriptive |
| ρυθμιστικό λεξικό (το) | prescriptive dictionary |
| ρυθμιστική λεξικογραφία (η) | prescriptive lexicography |
| ρυθμιστική ή κανονιστική γραμματική (η) | prescriptive or normative grammar |
| ρυθμιστικισμός (ο) | prescriptivism |
| ρυθμιστικιστικός-ή-ό | prescriptivist |
| ρυθμιστικός/κανονιστικός κανόνας (ο) | regulative rule |
| ρυθμιστική λειτουργία (η) | regulatory function |
| ρυθμός (ο) | rhythm |
| ρυθμός δειγματοληψίας | sample rate |