ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

185 results
Greek Term English Term
ρυθμιστικός,ή,ό prescriptive
ρυθμιστικό λεξικό (το) prescriptive dictionary
ρυθμιστική λεξικογραφία (η) prescriptive lexicography
ρυθμιστική ή κανονιστική γραμματική (η) prescriptive or normative grammar
ρυθμιστικισμός (ο) prescriptivism
ρυθμιστικιστικός-ή-ό prescriptivist
ρυθμιστικός/κανονιστικός κανόνας (ο) regulative rule
ρυθμιστική λειτουργία (η) regulatory function
ρυθμός (ο) rhythm
ρυθμός δειγματοληψίας sample rate