ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πτώση (η) | case |
πρωτότυπος κλασικής θεωρίας (ο) | classical theory prototype |
πτυχία στη λεξικογραφία (τα) | degrees in lexicography |
πτώση | fall |
πρωτότυπος (ο) | prototype |
Πρωτότυπος (ο) | prototype |
πρωτότυποι | prototypes |
πρωτότυποι | prototypes |
πτώση που δηλώνει "πάνω σε" (η) | superessive |
πτώση που δηλώνει "πάνω σε" (η) | supraessive |