ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ομαδική επανάληψη εν χορώ (η) choral repetition
ομαδικός,-ή,-ό, group
Ομαδικός-ή-ό, ομάδα (η), ενότητα (η) group
Ομαδική γενική (η) group genitive
ομαδικό όνομα (το) group noun
ομαδική εργασία (η) group work
ομαδοποίηση (η) grouping
ομαδοποίηση δεδομένων (η) grouping of data
ομαλοποίηση regularization
ομαδοποίηση σε σύμβολα (η) tokenisation