ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
νησίδα (η) | island |
νεολογική αφασία (η) | jargon aphasia |
νόμος των τριών συμφώνων (ο) | la loi des trois consonnes |
Νεονορβηγική (η) (γλώσσα), "γλώσσα της υπαίθρου" (η) | Landsmål |
νοηματική γλώσσα (η) | language of gestures |
νόμος (ο) | law |
νόμος των τριών μορών (ο) | law of three morae |
νόμος της τρισυλλαβίας (ο) | law of three syllables |
νομική λεξικογραφία (η) | legal lexicography |
νόμος του Λάιμπνιτς (ο) | Leibniz’s law |