ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

160 results
Greek Term English Term
νησίδα (η) island
νεολογική αφασία (η) jargon aphasia
νόμος των τριών συμφώνων (ο) la loi des trois consonnes
Νεονορβηγική (η) (γλώσσα), "γλώσσα της υπαίθρου" (η) Landsmål
νοηματική γλώσσα (η) language of gestures
νόμος (ο) law
νόμος των τριών μορών (ο) law of three morae
νόμος της τρισυλλαβίας (ο) law of three syllables
νομική λεξικογραφία (η) legal lexicography
νόμος του Λάιμπνιτς (ο) Leibniz’s law