ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Νεονορβηγική (η) (γλώσσα), "γλώσσα της υπαίθρου" (η) | Landsmål |
Νεπάλ | NE |
νεοφιρθιανός,-ή,-ό | neo-Firthian |
νεοχουμπολτιανισμός (ο) | neo-Humboldtianism |
νεολογιστική παραφασία (η) | neologistic paraphasia |
νεοόρος (ο) | neoterm |
Νεπάλ | Nepali |
νευρικές ίνες (οι) | nerve fibers |
νέος,-α,-ο | new |
Νεονορβηγική (η) (γλώσσα) | Nynorsk |