ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
Λαϊκή Λατινική (η) (γλώσσα) VulgarLatin
λαϊκή ταξινόμηση (η) folk taxonomy
λαϊκό σύστημα ταξινόμησης (το) folk classification system
λαϊκός ορισμός (ο) folk definition
λαϊκός-ή-ό folk
λαιμός throat 
Λακο-Νταργκική (η) (γλώσσα) Lako-Dargwa
Λακότα (η) (γλώσσα) Lakhota
λάμδα (το) lambda (λ)
Λανγκ (langue) (η), γλώσσα (η) Langue