ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεπτότητα | delicacy |
λεπτομέρεια | delicacy |
Λεπτότητα (η), λεπτομέρεια (η) | delicacy |
λεπτός | delicate |
λεπτομερής | delicate |
λεξικά γραφείου | desk dictionaries |
λεξικό διαλέκτου | dialect dictionary |
ΛΣΚΛ | DICE |
λεξικογραφικό ιδίωμα (το) | dictionarese |
λεξικάριος (ο), δημιουργός λεξικών (ο) | dictionarian |