ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Λεξική σύνδεση (η), λεξικός συνειρμός (ο) | word association |
λεξικός/εννοιακός συνειρμός, λεξική / εννοιακή σύνδεση (o/η) | word association / sense association |
λεξική τύφλωση (η), δυσλεξία (η) | word blindness |
λεξικός τύπος | word form |
λεξική μορφή | word form |
λεκτικός τύπος | word form |
λεξική λεξικογραφία (η) | word lexicography |
λεξική σημασία (η) | word meaning |
λεξική φωνολογία (η) | word phonology |
λεξικό απόθεμα (το) | word stock |