ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Λ-σύνδεση (η) | D-linking |
λαρυγγοποιημένη φώνηση | creaky voice |
λημματικό εύρος | coverage |
λεξικογραφία προσανατολισμένη στα σώματα κειμένων (η) | corpus-oriented lexicography |
λειτουργία ελέγχου | control function |
λέξη περικειμένου (η) | context word |
Λέξη περιεχομένου | contentword |
λέξεις περιεχομένου (οι) | contentives |
Λέξη περιεχομένου (η) | content word / contentive |
λειτουργία περιεχομένου (η) | content function |