ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λεξικά γραφείου desk dictionaries
λεπτός delicate
λεπτομερής delicate
λεπτότητα delicacy
λεπτομέρεια delicacy
Λεπτότητα (η), λεπτομέρεια (η) delicacy
λεξικό ορισμών (το) definitional dictionary
λεξιλόγιο ορισμού defining vocabulary
λεξικό ορισμών (το) defining dictionary
λεξικό αποκωδικοποίησης, παθητικό λεξικό (το) decoding dictionary