ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| λεπίδα της γλώσσας (η) | blade |
| λεπτομέρεια | delicacy |
| λεπτός | delicate |
| λεπτομερής | delicate |
| λεπτή φασματική δομή | fine spectral structure |
| λεποντική (η) | Lepontic |
| λεπτομερής,-ής,-ές | narrow |
| λεπτομερής συμβολισμός (ο) | narrow notation |
| λεπτομερής μεταγραφή (η) | narrow transcription |
| λεπτός,-ή,-ό, ισχνός,-ή,-ό | tenuis |