ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λήμμα (το) | catchword |
λημματικός τύπος (ο) | citation form |
λημματικός τύπος (ο) | citation form |
λημματικό εύρος | coverage |
Λήμμα (λεξικό) (το), καταχώριση (η) είσοδος (η) | entry |
λήμμα | entry |
λήμμα (το) | lemma |
λημματικός τύπος (ο) | lemmatic form |
λημματοποίηση (η) | lemmatisation |
λημματολόγιο | word-list |