ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| λεξιλόγιο κοινού πυρήνα (το) | common core vocabulary |
| λεξιλόγιο ορισμού | defining vocabulary |
| λεξιλογικό επίπεδο (το) | lexical level |
| λεξιλογικός κανόνας (ο) | lexical rule |
| λεξιλόγιο (το) | lexicon |
| λεξικόφιλος (ο) | lexicophile |
| λεξιλογικά δάνεια (τα) | loanwords |
| λεξιλόγιο "μαμά-μπαμπάς" (το), λεξιλόγιο βαβίσματος (το) | mama–papa vocabulary |
| λεξιλόγιο (το) | vocabulary |
| λεξιλογικός έλεγχος | vocabulary control |