ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καθορισμένο στοιχείο (το) actant
κατάκτηση-εκμάθηση (η) acquisition-learning
Κατάκτηση (η), απόκτηση (η) acquisition
Κατακτώ, αποκτώ acquire
κριτήρια αποδεκτότητας (τα) acceptability tests
κριτήριο/τεστ αποδεκτότητας (το) acceptability test
κακομεταχείριση (η) abuse
κακομεταχειρίζομαι abuse
ΚΑΑ (Καθομιλουμένη Αφροαμερικανική Αγγλική) (η) AAVE (African American Vernacular English)
κύριο συστατικό (το) (major) constituent