ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
θύμα (το) patient
θύλακας (ο) enclave
Θυγατρικός-ή-ό, θυγατέρα (η) daughter
θυγατρικός daughter
θυγατρική γλώσσα daughter language
θυγατέρα daughter
θρησκευτικό λεξιλόγιο (το) religious vocabulary
Θραύσματα Ασαφών Δένδρων (τα) Fuzzy Tree Fragments (FTFs)
θραύσμα γραμματικής (το) grammar fragment
Θρακική (η) (γλώσσα) Thracian