ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δείκτης προσφυμάτων (ο) | affix(ing) index |
δείκτης ποιού ενεργείας (ο) | aspectualizer |
δείκτης όψης (ο) | aspectualizer |
δείκτης παύσης (ο) | break index |
δείκτης πτώσης (ο) | case marker |
δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο) | co-ordinating conjunction, co-ordinator |
δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο) | co-ordinator |
δείκτης οργάνωσης λόγου | discourse marker |
δείκτης ποικιλίας ζευγών (ΔΠΖ) | Pair wise Variability Index (PVI) |
δείκτης υπόταξης | subordinating conjunction |