ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαταραχή άρθρωσης (η) | articulation disorder |
δεσμευμένα από αρθρωτή χαρακτηριστικά (τα) | articulator bound features |
δεσμευμένoς-η-ο από αρθρωτή χαρακτηριστικό | articulator-bound feature |
δείκτης ποιού ενεργείας (ο) | aspectualizer |
δείκτης όψης (ο) | aspectualizer |
δασύς,-εία,-ύ | aspirate / aspirate |
δασύς,-εία,-ύ | aspirated |
δασυνόμενος,-η,-ο | aspirated |
δάσυνση (η) | aspiration |
δασύτητα (η) | aspiration |