ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δασύτητα (η) aspiration
δασύς,-εία,-ύ aspirated
δασυνόμενος,-η,-ο aspirated
δασύς,-εία,-ύ aspirate / aspirate
δείκτης ποιού ενεργείας (ο) aspectualizer
δείκτης όψης (ο) aspectualizer
δεσμευμένoς-η-ο από αρθρωτή χαρακτηριστικό articulator-bound feature
δεσμευμένα από αρθρωτή χαρακτηριστικά (τα) articulator bound features
διαταραχή άρθρωσης (η) articulation disorder
διάρθρωση articulation