ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δράση (η) action
δράστη (με/του), ποιητικό αίτιο (το), Ενδραστικός-ή-ό agentive (AGT)
δοτική (η) dative (dat, DAT)
δοτική πτώση dative case
δοτικοποίηση (η) dativization
δότης/δότρια donor
δραβιδικές γλώσσες Dravidian languages
δορυφόρος (ο) satellite
δορυφορικό φώνημα (το) satellite phoneme
ΔΠ SD