ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δομικός,-η,-ο | construct |
δόντια | denti |
δόντια | dents |
δομικός,-η,-ο | structural |
δομισμός (ο) | structuralism |
δομιστής (ο) | structuralist |
δομιστική γραμματική (η) | structuralist grammar |
δομιστική γλωσσολογία | structuralist linguistics |
δομιστική φωνολογία (η) | structuralist phonology |
δομικός ενδείκτης (ο) | structure index |