ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απόλυτο (έναντι σχετικού) σημείο αναφοράς (το) | absolute point of reference |
απόλυτο κτητικό (το) | absolute possessive |
απόλυτος υπερθετικός (ο) | absolute superlative |
απόλυτο συνώνυμο (το) | absolute synonym |
απόλυτη συνωνυμία (η) | absolute synonymy |
απόλυτος χρόνος (ο) | absolute tense |
απόλυτο μεταβατικό (ρήμα) (το) | absolute transitive |
απόλυτη καθολική αρχή (η) | absolute universal |
απόλυτα καθολικά (τα) | absolute universals |
απόλυτες καθολικές αρχές (οι) | absolute universals |