ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αφηρημένο ουσιαστικό (το) | abstract noun |
αφηρημένες αρχές (οι) | abstract principles |
αφηρημένο ουσιαστικό (το) | abstract substantive |
αφαίρεση (η) | abstraction |
αφαίρεση ιδιότητας (η) | abstraction of a property |
αντιπαράθεση του αφηρημένου (η) | abstractness controversy |
ακαδημαϊκό λεξικό (το) | academic dictionary |
ακαδημαϊκή λεξικογραφία (η) | academic lexicography |
ακαδημία (η) | academy |
ακαδημαϊκό λεξικό (το) | academy dictionary |