ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αποδέχομαι accept
αποδεκτότητα (η) acceptability
αποδεκτός,-ή,-ό acceptable
αποδεκτή εναλλακτική μέθοδος (η) acceptable alternative method
αποδοχή (η) acceptance
αλφάβητο πρόσβασης (το) access alphabet
αρχή της πρόσβασης (η) access principle
ακρίβεια (η) accuracy
αιτιατική (η) accusative (acc, ACC)
αιτιατικότητα (η) accusative (acc, ACC)