ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αφηρημένος,-η,-ο abstract
Απορρόφηση (η) absorption
απόλυτη γειτνίαση (η) absolutive adjacency
αντικειμενικός-ή-ό, απόλυτος-η-o absolutive (abs, ABS)
απόλυτος-σχετικός χρόνος (ο) absolute-relative tense
απόλυτα ρήματα (τα) absolute verbs
απόλυτα καθολικά (τα) absolute universals
απόλυτες καθολικές αρχές (οι) absolute universals
απόλυτη καθολική αρχή (η) absolute universal
απόλυτο μεταβατικό (ρήμα) (το) absolute transitive