ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αρμοστικός σύνδεσμος (ο) | junctive |
άρμοσης (της), αρμοστικός-ή-ό | junctural |
αρμός (ο) | juncture |
Αστερίσκος του Kleene (*) | Kleene star (*) |
Αστερίσκος του Kleene (*) | kleenestar |
αναπαράσταση γνώσης (η) | knowledge representation |
ανιχνευτής KWIC (o) | KWiC finder |
ασταθή ρήματα (τα) | labile verb |
αφαίρεση λάμδα (η) | lambda abstraction |
Αναλυμένο Κόρπους του Λάνκαστερ (το) | Lancaster Parsed Corpus |