ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αρμοστικός σύνδεσμος (ο) junctive
άρμοσης (της), αρμοστικός-ή-ό junctural
αρμός (ο) juncture
Αστερίσκος του Kleene (*) Kleene star (*)
Αστερίσκος του Kleene (*) kleenestar
αναπαράσταση γνώσης (η) knowledge representation
ανιχνευτής KWIC (o) KWiC finder
ασταθή ρήματα (τα) labile verb
αφαίρεση λάμδα (η) lambda abstraction
Αναλυμένο Κόρπους του Λάνκαστερ (το) Lancaster Parsed Corpus