ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αιθουσαία κοιλότητα | scala vestibuli |
ικανότητα για κλιμάκωση | scalability |
εκφράσεις διαβάθμισης | scalar expressions |
κλιμακωτό υπονόημα | scalar implicature |
κλιμακωτό μόριο (το) | scalar particle |
κλιμακωτό ρήμα (το) | scalar verb |
κλίμακα (η) | scale |
συστηματοδομική γλωσσολογία (η) | scale and category linguistics |
συστηματοδομικό μοντέλο (το) | scale and category model |
συστηματοδομική γραμματική (η) | scale-and-category grammar |