ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιδεοκρατικός,-ή,-ό | ideational |
ιδεόγραμμα (το) | ideograph |
Ιδεογράφημα (το) | ideograph |
ιδεογραφικός-ή-ό | ideographic |
ιδεογραφική γραφή (η) | ideographic writing |
ιδεολογικό λεξικό (το) | ideological dictionary |
ιδεόφωνο (το) | ideophone |
ιδεοφωνικός,-ή,-ό | ideophonic |
ιδιογλωσσία (η) | idioglossia |
ιδιοδεκτική ανατροφοδότηση (η) | proprioceptive feedback |