ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ιδιότητα (η) attribute
Ιδιότητα (η) attribute
ιδιότητα feature
ιδιότητα feature
Ιδιολεκτικός-ή-ό ideolectal
ιδιόλεκτος (η) idiolect
ιδιόλεκτο (το) idiolect
ιδιοσυγκρασιακό χαρακτηριστικό (το) idiosyncratic feature
ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά (τα) indiosyncratic (features)
ιδιότητα property