ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ιδιότητα σταθερής αύξησης (η) | constant growth property |
| ιδιότητα του διηνεκούς (η) | durativity |
| ιδιότητα του διαρκούς (η) | durativity |
| ιδίωμα των μορφωμένων | educated speech |
| ιδιότητα συµµετοχής στη διεπίδραση (η) | footing |
| ιδιωματικά στοιχεία (τα) | idiomatics |
| ιδιόφωνο (το) | idiophone |
| ιδιότητες Άρνησης, Αντιστροφής, Κώδικα και Έμφασης (οι) | nice properties |
| ιδιότητες (οι) | quale-qualia |
| ιδιοφυής (μικρόνους) | Savant |