ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ιδιότητα σταθερής αύξησης (η) constant growth property
ιδιότητα του διηνεκούς (η) durativity
ιδιότητα του διαρκούς (η) durativity
ιδίωμα των μορφωμένων educated speech
ιδιότητα συµµετοχής στη διεπίδραση (η) footing
ιδιωματικά στοιχεία (τα) idiomatics
ιδιόφωνο (το) idiophone
ιδιότητες Άρνησης, Αντιστροφής, Κώδικα και Έμφασης (οι) nice properties
ιδιότητες (οι) quale-qualia
ιδιοφυής (μικρόνους) Savant